-
1 τεσσαρακοντηρης
-
2 ὑπόζωμα
II in pl., ropes or braces used to strengthen the hull of a trireme (cf.ὑποζώννυμι 11
), Pl.R. 616c (where a beam of light passing through heaven and earth is compared to τὰ ὑ. τῶν τριήρων), Lg. 945c, IG22.1479.49, 1609.108, 1611.335,410, 1612.319, 1622.287,640, 1627.410, 1668.74, 1673.12,13, etc.; ὑ. ἐλάμβανε δώδεκα (sc. ἡ τεσσαρακοντήρης ναῦς) · ἑξακοσίων δ'ἦν ἕκαστον πηχῶν Callix.1
;ὁ στόμαχος καθάπερ νεὼς τοῦ σώματος ὑ. ὑπάρχει Herod.Med.
in Rh.Mus.58.99; cf. ζώμευμα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόζωμα
См. также в других словарях:
τεσσαρακόντορος — ἡ, Α (ενν. ναῡς) πλοίο με σαράντα κουπιά ή σαράντα καθίσματα κωπηλατών, τεσσαρακοντήρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + ορος (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. πεντηκόντ ορος] … Dictionary of Greek